αὐξητική

αὐξητική
αὐξητικός
growing
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐξητικῇ — αὐξητικός growing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετεροαυξίνη — Χημική ένωση του τύπου C10H9ΝΟ2 που σχηματίζεται στα φυτά και λέγεται επίσης αυξητική ορμόνη, γιατί επηρεάζει σημαντικά την πορεία της ανάπτυξης. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1934 από καλλιέργειες μυκήτων και άλλων μικροοργανισμών. Είναι μία από …   Dictionary of Greek

  • κυτοκινίνη — και κυτταροκινίνη, η (βιοχ.) φυτική αυξητική ορμόνη που ανακαλύφθηκε το 1964 στους σπόρους τού αραβοσίτου …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • πάχετος — ον, Α 1. πυκνός, χοντρός («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», Ομ. Οδ.) 2. (για κόμπο ή δεσμό) σφιχτός 3. (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ πάχετος ο όγκος, το πάχος («τοῡ πάχετος μῆκός τε πολύτροπον», Νίκ. Θηρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα ετος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • σωματοτροπίνη — ή σωματοτροφίνη, η, Ν (βιοχ.) υποφυσιακή ορμόνη η οποία επιδρά στη σωματική αύξηση, αλλ. αυξητική ορμόνη ή σωματοτρόπος ορμόνη ή σωμαθορμόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotropin < somatotropic (βλ. σωματοτρόπος) + κατάλ. in τής… …   Dictionary of Greek

  • σωματρήμη — η, Ν (βιοχ.) βιοσυνθετική ανθρώπινη αυξητική ορμόνη …   Dictionary of Greek

  • υγροτροπισμός — ο, Ν βοτ. α) αυξητική κίνηση προσανατολισμού ενός φυτού ως απόκριση στην υγρασία τού εδάφους ή τού αέρα β) (καταχρ.) υγροταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + τροπισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”